- μισάδελφον
- μισάδελφοςhating one's brothermasc/fem acc sgμισάδελφοςhating one's brotherneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισάδελφος — η, ο (ΑΜ μισάδελφος, ον) αυτός που μισεί και εχθρεύεται τον αδελφό του και γενικά τον συνάνθρωπό του αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισάδελφον η μισαδελφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἀδελφός] … Dictionary of Greek